- ὀχλοκρατίας
- ὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατίαmob-rulefem acc plὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατίαmob-rulefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχλοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας. επίρρ... οχλοκρατικώς και ά με οχλοκρατικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek